- ανθιβόλι
- και αθιβόλι, το (Μ ἀνθιβόλιον και ἀνθίβολον)παραδοσιακή τεχνική για την αντιγραφή εικόνων στη χριστιανική αγιογραφία με χρησιμοποίηση διαφανούς χαρτιού.[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιβόλιον («το αντίγραφο κατόπιν παραβολής») < αντι* + βάλλω].
Dictionary of Greek. 2013.